- ἱππόδεσμα
- ἱππό-δεσμα, ων, τά,A horse-bands, reins, E.Hipp.1225: Adj. δακτύλιοι ἱππόδεσμοι,A snaffle-rings, IG22.1542.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱπποδέσμων — ἱππόδεσμα horse bands neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόδεσμος — ἱππόδεσμος, ον (Α) 1. ο κατάλληλος για το δέσιμο τού ίππου 2. φρ. «ἱππόδεσμοι δακτύλιοι» οι κρίκοι χαλιναριού 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱππόδεσμα τα ηνία, τα χαλινάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. ζυγό… … Dictionary of Greek